Glyn Hughes: παιχνίδια κλίμακας και χρώματος μας καλούν να εισέλθουμε στους αφηρημένους εξπρεσιονιστικούς κόσμους του
Ευαγόρια Δαπόλα, Ιστορικός Τέχνης και Επιμελήτρια Εκθέσεων
O Ουαλός Glyn Hughes γεννήθηκε το 1931 και σπούδασε στο Bretton Hall στοYorkshire. Το 1956 αποφάσισε να έρθει στη Κύπρο για να διδάξει και τον κατέκλυσε το φως του νησιού και το χρώμα. Γοητεύτηκε τόσο, που αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στην Κύπρο και να θεωρεί ο ίδιος πως «[...]ήταν το νησί που με δημιούργησε, θεωρώ τον εαυτό μου Κύπριο ζωγράφο. Για μένα η σχέση μου με τον τόπο υπήρξε καθοριστική». Αν και δεν ήταν ντόπιος, η συνεχής παραµονή του στην Κύπρο για έξι δεκαετίες υπήρξε καταλυτική στην ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο.
Το πολυσχιδές έργο του καλλιτέχνη δεν περιοριζόταν μόνο στη ζωγραφική. Ήταν παράλληλα σκηνογράφος, σκηνοθέτης, δάσκαλος και παιδαγωγός, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης και κινηματογράφου, συγγραφέας, ποιητής, από τους πρωτοπόρους της περφόρμανς και των χάπενινγκστην Κύπρο. Η καλλιτεχνική του παρακαταθήκη συμπεριλαμβάνει και την ίδρυση της πρώτης γκαλερί στη Κύπρο, την Απόφαση, το 1960 μαζί με τον στενό του φίλο Χριστόφορο Σάββα και αλλά και τη Συνεργασία που ξεκίνησε το 1971 και ήταν ένα γεγονός με συνδυασμό εννοιολογικής και περιβαλλοντικής τέχνης, το οποίο γινόταν κάθε χρόνο μέχρι το 1974.Ο Χιουζ και ο Σάββα υπήρξαν οι πρωτοπόροι στην ανατροπή των μέχρι τότε δεδομένων της καλλιτεχνικής σκηνής της Κύπρου και κατάφεραν να εισάξουν στο νησί ένα καινούργιο και συναρπαστικό τρόπο σκέψης όσον αφορά την τέχνη. Μέσα από τις ατελείωτες εικαστικές αναζητήσεις τους και τις καινοτόμες δράσεις τους έθεσαν τις βάσεις του μοντερνισμού και της αφαίρεσης για μια συνειδητή μετάβαση από το τοπικό στο παγκόσμιο, σε μια περίοδο που η τέχνη είχε αρχίσει να παίρνει ένα σχεδόν ακαδημαϊκό χαρακτήρα.
Ο Glyn χρησιμοποίησε μια εικαστική γλώσσα που δεν ανταποκρινόταν σε μια αλφαβήτα, αλλά σε ένα καλλιτεχνικό λεξικό που καθοριζόταν από το χρώμα και υπήρξε μεθοδικός και συνάμα ένθερμος πρωτοπόρος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στην Κύπρο. Ο πίνακας «Άγιος Θεόδωρος» του 1961, είναι ένα γνήσιο δείγμα της μοναδικής τεχνικής και γραφής του καλλιτέχνη, πλούσιος σε αντιθετικά χρώματα αλλά και αφαίρεση γεωμετρικών σχημάτων. Παρουσιάζει άμεσα την μοναδικότητα του έργου ενός από τους λίγους καλλιτέχνες που έχουν αφήσει τόσο έντονο το στίγµα τους στην Κύπρο με την πολυποίκιλη εικαστική οπτική και πινελιά τους. Η απλοποίηση της σύνθεσης και της γραμμής του σε συνδυασμό με τις εναλλαγές των χρωμάτων που υπερισχύει το ένα πάνω από το άλλο μας ζητούν να παραδοθούμε στους ρυθμούς του καλλιτέχνη και καθιστούν το έργο του μοναδικής σημασίας, καίριο για την κατανόηση της εξέλιξης των εικαστικών στην Κύπρο. Το έργο του γεμάτο ένταση, χρώμα και φως, είναι πολύπλευρο, με αλλεπάλληλες αναγνώσεις που αποπνέουν πολυπλοκότητα, όπως ακριβώς ήταν και ο ίδιος.
Ο Χιουζ έφυγε από τη ζωή το 2014, αφήνοντας πίσω του ένα σημαντικό έργο που λόγω της πλούσιας συμβολής του, έθεσε τις προϋποθέσεις που ενθάρρυναν την άμεση συμμετοχή του κοινού στα όσα καινούργια και καινοτόμα συνέβαιναν στον χώρο της τέχνης τις τελευταίες έξι δεκαετίες.
Το έργο ανήκει στη Συλλογή Κυπριακής Τέχνης του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου.