01 Ιανουαρίου - 31 Δεκεμβρίου 2019

Λόγος-Τέχνη: μια αμφίδρομη σχέση

Δρ Μόνικα Ασημένου, Θεωρητικός Τέχνης

Η γνώση των αισθητικών και καλλιτεχνικών εννοιών αλλά και της ιστορίας της τέχνης αποτελούν βασικές προϋποθέσεις στη προσπάθεια κατανόησης του έργου τέχνης και του τί είναι τέχνη γενικότερα. Παρατηρείται ωστόσο στην Κύπρο (κυρίως τα τελευταία χρόνια) ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στο έργο τέχνης και το κοινό γεγονός που υποδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης και ο θεατής δεν συμπορεύονται. Σε ποιό βαθμό μπορεί η λεκτική επικοινωνία μεταξύ καλλιτέχνη-θεατή να αμβλύνει το κενό και κατά πόσο αυτό εμπίπτει στο ρόλο του καλλιτέχνη;

Το έργο τέχνης λειτουργεί σαν πρόσκληση, σαν νοητός χώρος ανοιχτός σε συζήτηση όπου ο καλλιτέχνης και ο θεατής καλλούνται να΄ρθουν σε επικοινωνία. Ο ίδιος ο χώρος έκθεσης θα μπορούσε να εκληφθεί ως  χώρος φιλοξενίας, ως χώρος μοιράσματος, ένας κοινός χώρο. Οι έννοιες που ενεργοποιούνται μέσα απ’αυτό το κάλεσμα είναι αυτή της φιλοξενίας και της γλώσσας που σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο Jacques Derrida συνδέονται, έχοντας σαν κοινό παρονομαστή το είναι. Έχουν δηλαδή και οι δύο έννοιες, οντολογική προέκταση.

Η μητρική μας γλώσσα, σύμφωνα με τον φιλόσοφο είναι « σαν ένα φορητό σπίτι το οποίο δεν μας εγκαταλείπει ποτέ, σαν δεύτερο δέρμα το οποίο κουβαλάμε ». Στην ευρεία της έννοια, « με αυτή που θα απευθυνθούμε σε ένα ξένο ή θα τον ακούσουμε, είναι το σύνολο της κουλτούρας, των αξιών, των αρχών, των εννοιών οι οποίες κατοικούν την γλώσσα. Το να μιλάς την ίδια γλώσσα δεν είναι απλά μια γλωσσική λειτουργία. Συνδέεται με το ήθος. Μπορεί π.χ κάποιος, χωρίς να μιλάς την ίδια εθνική γλώσσα μαζί μου να είναι λιγότερο ξένος εάν μοιραζόμαστε την ίδια κουλτούρα. (...) Αντίθετα, στην πιο στενή της έννοια, βρίσκουμε την γλώσσα πάντα επμπλακόμενη στην εμπειρία της φιλοξενίας. Η πρόσκληση, το καλωσόρισμα, η φιλοξενία περνούν από την γλώσσα ή από την απεύθυνση προς τον άλλον. » Η προσωνυμία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στους βάρβαρους έρχεται να συνδεθεί με τη στενή έννοια της γλώσσας. O βάρβαρος για τους αρχαίους ήταν ο ξένος που μιλούσε μια ξένη, άγνωστη γλώσσα διαφορετική από τη δική τους. Ο Όμηρος τους ονόμαζε βαρβαρόφωνους, δηλαδή ξενόγλωσσους.

Ο προβληματισμός του κατά πόσο η γλώσσα, η επικοινωνία μεταξύ καλλιτέχνη-κοινού, μπορεί να λειτουργήσει σαν εργαλείο στη βάση κατανόησης του έργου τέχνης, έρχεται να συνδεθεί εδώ με την ευρεία έννοια της γλώσσας. Το να μοιράζομαι με κάποιον την ίδια κουλτούρα, τον καθιστά λιγότερο ξένο έστων κι’αν δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Ο προσδιορισμός δηλαδή της οικειότητας βασίζεται στην κοινή κουλτούρα και όχι στην κοινή γλώσσα. Το έργο τέχνης αποτελεί το κοινό σημείο μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή, αυτό που θα καταργήσει την ξενότητα ή την ανοικειότητα, το έναυσμα για τη δημιουργία μιας κοινής γλώσσας σε ένα κοινό χώρο. Η γλώσσα είναι εδώ το άλφα και το ωμέγα της εμπειρίας του μοιράσματος. Λειτουργεί σαν μια αποκαλυπτική ισχύς της σχέσης των συμμετέχοντων, το sine qua non στοιχείο της συζήτησης, αυτό που καθορίζει την ετερογένεια των ταυτοτήτων. Ως κοινή γλώσσα νοείται εδώ η κοινή θεματική, η γλώσσα δηλαδή στην ευρεία της έννοια η οποία αναιρεί οποιαδήποτε διαφορετικότητα μεταξύ των ατόμων ή οποιαδήποτε γλωσσική δυσλειτουργία.

Στο βιβλίο Ο αντικειμενικός σκοπός του ζωγράφου, ο γλύπτης Χένρυ Μουρ επεξειγεί τις σκέψεις του περι γλυπτικής: « Είναι σφάλμα σημειώνει, ένα γλύπτης ή ένας ζωγράφος να μιλά ή να γράφει πολύ συχνά για τη δουλειά του. (…) Είναι όμως πιθανόν ένας γλύπτης να μπορεί να δώσει στοιχεία από τη δική του συνειδητή πείρα που θα βοηθήσουν τους άλλους να κατανοήσουν την γλυπτική.» Δραστηριότητες όπου ο καλλιτέχνης καλείται να υποστηρίξει το έργο του, καλείται δηλαδή να παράξει λόγο γύρω απ’αυτό, θα μπορούσαν να γεφυρέσουν το χάσμα ανάμεσα στο έργο τέχνης και το κοινό. Οι ενέργειες που υιοθετήθηκαν από κάποιους χώρους τέχνης στην Κύπρο αποτελούν πρωτοβουλίες οι οποίες τοποθετούν τον καλλιτέχνη απέναντι στο κοινό και μέσω αυτού του λόγου-που-επεξηγεί-το-έργο επαναπροσδιορίζεται παράλληλα και η σχέση καλλιτέχνη-θεατή. Ο θεατής λαμβάνει έτσι, όπως ο Χένρυ Μουρ αναφέρει, στοιχεία από τη συνειδητή πείρα του καλλιτέχνη και είναι σε θέση να κατανοήσει καλύτερα το έργο τέχνης.

Φωτο: Μακρίδης Άγγελος / «Λευκοί Συνωμότες», 2004 από τη Συλλογή Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου

Σχετική βιβλιογραφία: DERRIDA Jacques, DUFOURMANTELLE Anne, Anne Dufourmantelle invite Jacques Derrida à répondre De l’hospitalité, Paris, Éditions Calmann-Lévy, 1997.